- ἀρχιερατεία
- ἀρχῐερ-ᾱτεία, ἡ, = Lat.A pontificatus maximus, Mon.Anc.Gr.5.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀρχιερατείᾳ — ἀρχιερατείᾱͅ , ἀρχιερατεία pontificatus maximus fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρχιερατεία — η (Μ ἀρχιερατεία) [αρχιερατεύω] το αξίωμα του αρχιερέα νεοελλ. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένας ανώτατος κληρικός ασκεί αρχιερατικά καθήκοντα … Dictionary of Greek
ἀρχιερατείας — ἀρχιερατείᾱς , ἀρχιερατεία pontificatus maximus fem acc pl ἀρχιερατείᾱς , ἀρχιερατεία pontificatus maximus fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρχιερατείαν — ἀρχιερατείᾱν , ἀρχιερατεία pontificatus maximus fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλκιμος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του βασιλιά της Πύλου Νηλέα. 2. Πατέρας του Μέντορα, πιστού φίλου του Οδυσσέα. 3. Σικελός ιστορικός, που έγραψε τα Σικελικά στα μέσα του 4ου αι. π.Χ. 4. Στρατηγός του… … Dictionary of Greek
μακάριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πολιτικός, που μαρτύρησε με σπαθί στην Αλεξάνδρεια επί Δεκίου μαζί με τον Ανδρέα (3ος αι. μ.Χ.). Η μνήμη του τιμάται στις 6 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Αφρική επί Δεκίου (3ος αι.… … Dictionary of Greek
νικόλαος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Σοφιστής. Ήταν μαθητής του Πλούταρχου και του Πρόκλου. Έγραψε τα έργα Λόγοι επιδεικτικοί, Τέχνη ρητορική και Προγυμνάσματα. Αποσπάσματα έργων του που διασώθηκαν δημοσιεύτηκαν από τους ελληνιστές Φινκ … Dictionary of Greek
Καϊάφας — I Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν Ιουδαίος αρχιερέας, γαμπρός του Άννα. Πήρε το αξίωμα του αρχιερέα το 18 μ.Χ. και διετέλεσε πρόεδρος του Μεγάλου Συνεδρίου, το οποίο καταδίκασε σε θάνατο τον Ιησού. Το κύριο όνομά του ήταν Ιωσήφ, αλλά λεγόταν και Κ., που… … Dictionary of Greek
Σαδόκ — Ανώτατος Ιουδαίος αρχιερέας της εποχής του Δαβίδ και του Σολομώντα απόγονος του Ααρών από τον οίκο του Ελεάζαρ. Παράλληλα μ’ αυτόν αρχιεράτευε στα χρόνια του Δαβίδ και ο Αβιάθαρ, ο οποίος όπως φαίνεται είχε μοιράσει με εκείνον τις διακονίες. Κατά … Dictionary of Greek